- πολίαρχος
- πολῐαρχος1 ruler of the city
Αἰακόν ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ N. 7.85
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Αἰακόν ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ N. 7.85
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Πολίαρχος — ruler of a city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίαρχος — ruler of a city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίαρχος — ὁ, ΜΑ, θεσσ. τ. πολίαρχος, Α διοικητής πόλης αρχ. άρχοντας πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + αρχος*] … Dictionary of Greek
Πολιάρχοις — Πολίαρχος ruler of a city masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιάρχοις — πολίαρχος ruler of a city masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιάρχου — Πολίαρχος ruler of a city masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιάρχου — πολίαρχος ruler of a city masc gen sg πολιάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιάρχους — Πολίαρχος ruler of a city masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιάρχους — πολίαρχος ruler of a city masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιάρχων — Πολίαρχος ruler of a city masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιάρχων — πολίαρχος ruler of a city masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)